μυζητήρας

μυζητήρας
[-ήρ (-ήρος)] ο хоботок (насекомых)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μυζητήρας" в других словарях:

  • μυζητήρας — η 1. όργανο με το οποίο γίνεται η μύζηση, ιδίως το ρύγχος πολλών εντόμων με το οποίο αυτά απομυζούν το αίμα ζώων ή τον χυμό φυτών 3. βοτ. η ρίζα παρασιτικών φυτών που απομυζά τον χυμό τού φυτού ξενιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύζω (ΙΙ) / μυζώ + επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… …   Dictionary of Greek

  • παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»